δνοφερά

δνοφερά
δνοφερός
dark
neut nom/voc/acc pl
δνοφερά̱ , δνοφερός
dark
fem nom/voc/acc dual
δνοφερά̱ , δνοφερός
dark
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δνοφεράν — δνοφερά̱ν , δνοφερός dark fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δνοφεράς — δνοφερά̱ς , δνοφερός dark fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλύπτρα — η (AM καλύπτρα, Α ιων. τ. καλύπτρη) [καλύπτω] 1. αυτός που καλύπτει, που σκεπάζει κάτι, το κάλυμμα 2. τεμάχιο λεπτού υφάσματος με το οποίο καλύπτουν οι γυναίκες το κεφάλι ή το πρόσωπο, κεφαλοπάνι, βέλο («ἀπὸ δὲ λιπαρὴν ἔρριψε καλύπτρην», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • υπολείπω — ὑπολείπω ΝΜΑ [λείπω] 1. αφήνω κάτι ως υπόλειμμα, αφήνω υπόλειμμα 2. (το μεσ.) υπολείπομαι α) μένω ως υπόλοιπο, ως περίσσευμα, απομένω (α. «υπολείπονται δύο δόσεις ακόμη» β. «πέμπτον δ ὑπελείπετ ἄεθλον», Ομ. Ιλ.) β) (μτφ. με γεν.) μένω πίσω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”